- υπεραγων
- ὑπεράγωνὑπερ-άγωνάγουσα, άγον необычайный
(ἀριθμός Diod.)
ὑ. τῇ ῥώμῃ Diod. — чрезвычайно сильный
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀριθμός Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπεράγων — ὑπέρ ἄγω lead pres part act masc nom sg ὑπερά̱γων , ὑπέρ ἀγάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὑπερά̱γων , ὑπέρ ἀγάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ὑπέρ ἀγάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ὑπέρ ἀγάω imperf ind act 1st sg (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεράγω — ΜΑ [ἄγω] μσν. ξεπερνώ, προηγούμαι στα χρόνια («ἔτεσιν ὑπεράγων», Ευσ.) αρχ. 1. εξυψώνω, ανυψώνω («τὴν ἠγεμονίαν εἰς εὐδαιμονίαν ἄκραν ὑπερήγαγε...», Πολ.) 2. υπερέχω, υπερτερώ («τὰ ξενικὰ... τῶν μισθοφορούντων εἰκὸς ὑπεράγειν καὶ διαφέρειν», Διόδ … Dictionary of Greek
υπεραγόντως — Α επίρρ. πάρα πολύ, υπέρμετρα («ὑπεραγόντως θαυμαστές», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπεράγων, οντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ὑπεράγω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ՆՇԱՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0436 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա. ἑπίσημος, εὕσημος, παράσημος, ον signatus եւ insignis. Ունօղ յինքեան զնշան ինչ որոշիչ յայլոց. նշանակեալ նշանաւ իւիք. որոշեալ. երեւելի. յայտնի. ... *Լինէր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)